- μεταξάριος
- μεταξάριοςsilk-merchantmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταξάριος — μεταξάριος, ὁ (ΑΜ) ο έμπορος μέταξας, ο μεταξέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέταξα + κατάλ. άριος (πρβλ. λατ. metaxarius)] … Dictionary of Greek
μεταξαρίοις — μεταξάριος silk merchant masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)